- ρήγλα
- η / ῥήγλα, ΝΜΑ, και ρίγλα Ν1. ράβδος με την οποία ισιώνουν την επιφάνεια τών μέτρων χωρητικότητας τών σιτηρών2. χάρακας, κανόναςνεοελλ.η ρίγααρχ.1. (κατά τον Ησύχ.) «ῥήγλαισίδηρα ὡς ῥάβδοι»2. ο έστωρ* (Ι).[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. regula «κανόνας, χάρακας» (πρβλ. ρήγα / ρίγα)].
Dictionary of Greek. 2013.